εκρυθμος

εκρυθμος
    ἔκρυθμος
    ἔκ-ρυθμος
    2
    лишенный ритма, неритмичный
    

(ἥ μουσικέ ἐπιστήμη ἐνρύθμων τε καὴ ἐκρύθμων Sext.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "εκρυθμος" в других словарях:

  • ἔκρυθμος — out of tune masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έκρυθμος — η, ο (Α ἔκρυθμος, ον) ο εκτός ρυθμού, ο άρρυθμος νεοελλ. διαταραγμένος («έκρυθμη κατάσταση») αρχ. 1. άρρυθμος, χωρίς ρυθμό («ἡ μουσικὴ επιστήμη τίς ἐστιν ἐνρύθμων τε καὶ ἐκρύθμων», Σέξτ. Εμπ.) 2. (για σφυγμό) ανώμαλος (επίρρ., εκρύθμως και… …   Dictionary of Greek

  • έκρυθμος — η, ο επίρρ. α που βρίσκεται έξω από τον κανονικό ρυθμό, ανώμαλος, ταραγμένος: Η κατάσταση έγινε έκρυθμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐκρύθμοις — ἔκρυθμος out of tune masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκρύθμους — ἔκρυθμος out of tune masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκρύθμων — ἔκρυθμος out of tune masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔκρυθμοι — ἔκρυθμος out of tune masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανώμαλος — η, ο (Α ἀνώμαλος, ον) 1. αυτός που δεν είναι ομαλός, ο ακανόνιστος, ανομοιόμορφος 2. (για έδαφος) τραχύς, όχι επίπεδος 3. (για καταστάσεις) τραχώδης, έκρυθμος 4. (Γραμμ.) γραμματικός τύπος, όνομα ή ρήμα, που δεν σχηματίζεται κατά τους γενικούς… …   Dictionary of Greek

  • χαώδης — ες / χαώδης, ῶδες, ΝΜ [χάος] όμοιος με χάος νεοελλ. (ιδίως για κατάσταση) αυτός που εμφανίζει χάος, αυτός στον οποίο επικρατεί απόλυτη σύγχυση και αταξία, έκρυθμος, ανώμαλος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»